- ευμετάθετος
- ος , ον , ευμετάκίνητος, η , ο [ος , ον ] легко перестанавливаемый, перемещаемый, передвигаемый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εὐμετάθετος — easily changing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευμετάθετος — η, ο (Α εὐμετάθετος, ον) αυτός που μεταφέρεται εύκολα, ευμετακίνητος, φορητός αρχ. 1. αυτός που αλλάζει εύκολα 2. εύκολα μεταβαλλόμενος, άστατος («ταραχώδης καὶ εὐμετάθετος καὶ στασιαστικὸς ἦν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα θετός (< μετα… … Dictionary of Greek
εὐμετάθετον — εὐμετάθετος easily changing masc/fem acc sg εὐμετάθετος easily changing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμεταθέτους — εὐμετάθετος easily changing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμεταθέτων — εὐμετάθετος easily changing masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμετάθετα — εὐμετάθετος easily changing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμετάθετοι — εὐμετάθετος easily changing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευμετακίνητος — η, ο (ΑΜ εὐμετακίνητος, ον) αυτός που μετακινείται ή μεταβάλλεται εύκολα, ο ευμετάθετος αρχ. 1. αυτός που διασκορπίζεται, που διαλύεται, που τρέπεται εύκολα σε φυγή 2. το ουδ. ως ουσ. τό εὐμετακίνητον η έλλειψη σταθερότητας, το ευμετάβλητο.… … Dictionary of Greek
ՎԱՂԱՓՈԽՈՒԿ — ( ) NBH 2 0773 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 10c ա. εὑμετάθετος facile mutabilis, variabilis, inconstans. Որ արգ փոփոխի. դիւրափոխիկ. դիւրայլայլակ. վաղամահ. *Առաջի աչաց է այսպիսեացն վաղափոխուկն լինել: Արագ արագ կործանի այնպսին, եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ευμετακίνητος — η, ο αυτός που μετακινείται εύκολα, ο ευμετάθετος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)